πάξαιθ'

πάξαιθ'
πάξαιτο , πάσσω
sprinkle
aor opt mid 3rd sg
πάξαιτε , πάσσω
sprinkle
aor opt act 2nd pl
πά̱ξαιτο , πήγνυμι
Aër.
aor opt mid 3rd sg (doric)
πά̱ξαιτε , πήγνυμι
Aër.
aor opt act 2nd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”